μεσόθυρο(ν)

μεσόθυρο(ν)
το простенок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μεσόθυρο(ν)" в других словарях:

  • μεσόθυρο — το (Μ μεσόθυρον) εκκλ. η μεσαία πύλη τού τέμπλου νεοελλ. το μεταξύ δύο θυρών ή παραθύρων τμήμα τού τοίχου ενός οικοδομήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + θύρα] …   Dictionary of Greek

  • μεσόθυρο — το το τμήμα του τοίχου ανάμεσα σε δυο πόρτες (θύρες) ή παράθυρα: Τα μεσόθυρα ήταν ζωγραφισμένα με έντονα χρώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάθυρο — το (Α διάθυρον) [θύρα] ο χώρος ανάμεσα σε πόρτες ή παράθυρα, το μεσόθυρο αρχ. πληθ. τα διάθυρα τα κάγκελα μπροστά από την είσοδο τού σπιτιού …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»